- αιμοστατικός
- -ή, -ό(ιατρ.), αυτός που σταματά την αιμορραγία: Ο γιατρός τού έδωσε αιμοστατικά φάρμακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιμοστατικός — ή, ό (Α αἱμοστατικός, ή, ὸν) Ιατρ. κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι … Dictionary of Greek
αιματοστατικός — ή, ό ο αιμοστατικός* … Dictionary of Greek
αιμοστατικά — τα βλ. αιμοστατικός … Dictionary of Greek
εύφιμος — εὔφιμος, ον (Α) 1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό 2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»] … Dictionary of Greek